- θυμάρμενος
- θυμάρμενος, -ον (Α)θυμαρής*, ευχάριστος, αγαπητός («θυμάρμενον τέρας», Βακχυλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < θυμός + άρμενος «προσαρμοσμένος, κατάλληλος», μεμονωμένη μτχ. τού αραρίσκω].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
θυμάρμενον — θυμάρμενος masc/fem acc sg θυμάρμενος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θυμός — Αδένας έσω εκκρίσεως, που βρίσκεται στο ψηλότερο τμήμα του μεσοθωράκιου, πίσω από το στέρνο. Έχει μήκος, κατά τη γέννηση, περίπου 5 εκ., πλάτος 1,5 εκ. και αντίστοιχο πάχος. Το βάρος του κυμαίνεται μεταξύ 10 12 γρ. Λίγο πριν την ήβη αποκτά τον… … Dictionary of Greek